Ι.Μ.Φ.Ν.Θ.

 

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου, ἀρχίζει μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν συνεργατῶν τοῦ Σίλα, Τιμοθέου καὶ Λουκᾶ στὴν Νεάπολη καὶ τὴν ἵδρυση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στοὺς Φιλίππους τὸ 50 μ. Χ.

Τὰ γεγονότα διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἰς τὸ 16ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. «Ἀφοῦ πέρασαν σύντομα τὴν Μυσίαν κατέβηκαν εἰς τὴν Τρωάδα. Ἐκεῖ κατὰ τὸ διάστημα τῆς νυκτὸς ὁ Παῦλος εἶδε ἕνα ὅραμα, κάποιος ἄνδρας Μακεδόνας στεκόταν μπροστά του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας: «Διαβᾶς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἠμίν». Ἀμέσως πήραμε τὴν ἀπόφαση νὰ ταξιδεύσουμε στὴν Μακεδονία γιατί θεωρήσαμε ὅτι ὁ Κύριός μας προσκάλεσε νὰ κηρύξουμε στοὺς Μακεδόνες τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀφοῦ δὲ ἀνοιχτήκαμε μὲ τὸ πλοῖο στὴν θάλασσα, πλεύσαμε κατ' εὐθείαν στὴν Σαμοθράκη καὶ τὴν ἑπομένη στὴν Νεάπολη, ἀπὸ ἐκεῖ στοὺς Φιλίππους τὴν ὀνομαστὴ πόλη τῆς Μακεδονίας.

Μείναμε δὲ στὴν πόλη αὐτὴ μερικὲς ἡμέρες καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου βγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη σὲ τόπο πλησίον τοῦ ποταμοῦ, ποὺ θεωρεῖτο τόπος προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων καὶ συνομιλούσαμε μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ. Καὶ μία γυναίκα, ὀνόματι Λυδία ἀπὸ τὰ Θυάτειρα, ἔμπορος πορφύρας ἡ ὁποία ἐσέβετο τὸν Θεό, ἄκουγε μὲ προσοχὴ τὰ λόγιά μας. Αὐτῆς ὁ Κύριος ἄνοιξε τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ δώσει προσοχὴ σὲ ὅσα ἔλεγε ὁ Παῦλος. Ὅταν δὲ βαπτίστηκε μὲ ὅλη της τὴν οἰκογένεια, μᾶς προσκάλεσε καὶ μὲ τὴν πολλὴ καὶ εὐσεβῆ ἐπιμονή της, μᾶς ἀνάγκασε νὰ μείνουμε στὸ σπίτι της».

Τὴν Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων ἐπισκέφθηκε ὁ Ἄπ. Παῦλος ἄλλες δυὸ φορές, ἰδιαίτερα τὴν ἀγάπησε καὶ δέθηκε μαζί της. Γιὰ δεύτερη φορᾶ ἐπισκέφθηκε τοὺς Φιλίππους τὰ τέλη Ἰουνίου τοῦ 57 μ. Χ. καὶ γιὰ τρίτη φορᾶ τὴν ἄνοιξη τοῦ 58 μ. Χ. ὅπου γιόρτασε καὶ τὸ Πάσχα μαζί τους.

Οἱ Φίλιπποι ἔγιναν τὸ κέντρο τῆς Ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ.

Τὸ 62 ἢ 63 μ. Χ. ἔστειλε μὲ τον Ἐπαφρόδιτο στοὺς χριστιανοὺς τῶν Φιλίππων τὴν πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολή του, στὴν ὁποία ἐκδηλώνει τὰ αἰσθήματα τῆς ἀγάπης του. Τοὺς ὀνομάζει «ἀδελφοὺς ἀγαπητοὺς καὶ ἐπιπόθητους, χαρὰ καὶ στέφανό του». Στὴν Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων στέλνει ἐπίσης Ἐπιστολὴ γύρω στὰ 108 - 110 μ. Χ. ὁ ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Σμύρνης ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ὁ ὁποῖος τιμᾶ καὶ ἐγκωμιάζει τοὺς χριστιανοὺς γράφοντας ὅτι «ἡ βεβαῖα της πίστεως αὐτῶν ρίζα ἐξ' ἀρχαίων καταγγελομένη χρόνων, μέχρι νῦν διαμένει καὶ καρποφορεῖ εἰς τὸν Κύριον...».

Τὸ 315-25 μ. Χ. οἱ χριστιανοὶ τῶν Φιλίππων χτίζουν τὸν πρῶτο μεγαλοπρεπῆ ναὸ ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως.

Στὴν ἴδια περιοχὴ μὲ τὶς φροντίδες τοῦ Ἐπισκόπου Πορφυρίου, κτίζεται καὶ ἄλλος Ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἄπ. Παύλου μετὰ τὸ 325 μ. Χ. Ἔτσι βλέπουμε ὅτι μετὰ ἀπὸ τὸν Μέγα Κῶν/νὸ ποὺ ἀφέθηκε ἐλεύθερη ἡ Ἐκκλησία, στοὺς Φιλίππους ὑπῆρχε μία ἀνθοῦσα Ἐκκλησία ὀργανωμένη σὰν «Μητρόπολις Φιλίππων» μὲ ἕδρα τὴν πόλη τῶν Φιλίππων, στὴν ὁποία ὑπήγοντο πολλὲς ἐπισκοπές.

Ἡ Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων, ὅπως ἦταν φυσικὸ ἀκολούθησε τὶς περιπέτειες τῆς πόλεως καὶ τῆς περιοχῆς γενικότερα. Κάθε φορὰ ποὺ ἡ πόλη βρισκόταν σὲ ἀκμὴ καὶ ἡ Ἐκκλησία βρισκόταν σὲ περίβλεπη θέση καὶ ὅταν ἡ πόλη ὑπέφερε ἀπὸ ἐπιδρομὲς καὶ πολέμους τὰ γεγονότα αὐτὰ εἶχαν ἀντίκτυπο στὴν Ἐκκλησία. Μετὰ τὴν διοικητικὴ ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατρειαρχεῖο, ποὺ ἔγινε ἐπὶ Φωτίου τοῦ Μεγάλου στὴν μεγάλη Σύνοδο τοῦ 879-880 στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ Μητρόπολη τῶν Φιλίππων ἀνεξαρτοποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐξαρχία Θεσσαλονίκης, ἡ ὁποία ἦταν πρωτεύουσα τοῦ ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ στὴν ὁποία ὑπαγόταν οἱ Μητροπόλεις τῆς Β. Ἑλλάδος, πλὴν τῆς Θράκης καὶ τῆς Παννονίας.

Στὴν Μητρόπολη τῶν Φιλίππων ὑπαγόταν τώρα οἱ Ἐπισκοπὲς Πολυστύλου, Βελικείας, Χριστουπόλεως, Σμολένων, Καισαρουπόλεως καὶ Ἀλεκτρουπόλεως.

Τὸν 12ο αἰώνα ἔχει ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τῆς ἑπτὰ ἐπισκοπές.

Ὅμως ἡ περίοδος τῆς ἀκμῆς δὲν κράτησε πολὺ λόγω τῶν Σλαβικῶν ἐπιδρομῶν.

Ἐπὶ Ἀνδρονίκου Παλαιολόγου (1282-1320) ἡ Μητρόπολη Φιλίππων ἀπὸ τὴν 39η τάξη πρωτοκαθεδρίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου, ποὺ εἶχε ὡς τώρα, ὑποβιβάζεται στὴν 47η τάξη. Τὸ 1371 παραχωρεῖται στὴν Μητρόπολη Δράμας καὶ στὴ συνέχεια βρίσκεται ἑνωμένη μὲ ἄλλες ἀρχιερατικὲς ἕδρες. Ἐλευθερουπόλεως καὶ Ξάνθης. Αὐτὴ τὴν περίοδο παρατηρεῖται σ' αὐτὴ τὴν περιοχὴ μιὰ παρακμὴ τοῦ χριστιανικοῦ στοιχείου, ἐξ αἰτίας κυρίως τῶν ἐπιδρομῶν Σέρβων καὶ Τούρκων ἀλλὰ καὶ πολλῶν ἐπιδημιῶν. Ἡ παρακμὴ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνος διαρκεῖ μέχρι τὰ μέσα τοῦ 18ου.

Ἐπὶ Αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (886-912) φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε ἐπισκοπὴ Χριστουπόλεως ἡ ὁποία ὑπαγόταν στὴν Μητρόπολη Φιλίππων. Πάντως τὸν 13ο αἰώνα ὑπάρχει Μητρόπολης Χριστουπόλεως καὶ στὰ τέλη τοῦ αὐτοῦ αἰῶνος ἐπὶ Ἀνδρονίκου Παλαιολόγου 1282-1320 ἡ Μητρόπολης Χριστουπόλεως, ἀναβιβάζεται στὴν 48η θέση ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν Μητρόπολη Φιλίππων.

Ὑπῆρχε λοιπὸν Μητρόπολη Χριστουπόλεως ἡ ὁποία ἀλλάζει τὸ ὄνομά της ἀπὸ Χριστουπόλεως σὲ Καβάλας. Ὅμως ἀπὸ τὸν 14ο αἰώνα καὶ ἰδιαίτερα μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς πόλεως τὸ 1391 ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἄρχσε νὰ παρακμάζει γιὰ νὰ φθάσει στὸ σημεῖο τῆς παρακμῆς ὥστε ὁ Πατριάρχης Τιμόθεος ὁ Β' τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1617 νὰ τὴν καταργήσει καὶ νὰ τὴν ὑπάγει στὴν Μητρόπολη Φιλίππων.

Ἔτσι ἀνεξάρτητη κυρίαρχη Μητρόπολη Καβάλας ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 14ου αἰῶνος καὶ μέχρι τὸ 1924 δὲν ἔχουμε.

Τὸ 1675 ἀπετέλεσε ἀνεξάρτητη Ἐξαρχία στὴν ὁποία ὑπάγονταν τὰ χωριὰ : Πολύστυλο, Δουκάλιο (Πετροπηγή), Κουρὶ (Ἁγίασμα), Βασορόπη (Μεσορόπη), Ποδόργιανη (Ποδοχώρι), Πόμπλιανη (Ἀκροπόταμος) καὶ Ὀρφάνι. Τὸ καθεστὼς αὐτὸ πρέπει νὰ διατηρήθηκε μέχρι τὸ 1721 ἀφοῦ ἡ Καβάλα καὶ πάλι ὑπήχθη στὴν Μητρόπολη Ξάνθης καὶ Περιθεωρίου,

Ἡ κατάργηση τῆς Ἐξαρχίας ὀφείλεται τώρα στὶς οἰκονομικὲς δυσχέρειες ποὺ ἀντιμετώπιζε ἡ Μητρόπολη Ξάνθης, ἡ ὁποία ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ δίνει στὸν Πατριαρχικὸ Ἔξαρχο Καβάλας ἐτήσιο εἰσόδημα ὀγδόντα γρόσια.

Στὴν Μητρόπολη Ξάνθης καὶ Περιθεωρίου παρέμεινε πλέον μόνιμα ἡ Καβάλα μέχρι τὸ 1924, ὅποτε ἔχουμε τὴν ἀνασύσταση τῆς Μητροπόλεως μὲ τὸν τίτλο «Φιλίππων καὶ Νεαπόλεως» χωρὶς νὰ περιλαμβάνει τὴν Θάσο, ἡ ὁποία ὑπήχθη στὴν Μητρόπολη τὸ 1953, ὁριστικοποιώντας τὸν τίτλο τῆς ὡς Μητρόπολη «Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου».

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου, ἀρχίζει μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν συνεργατῶν τοῦ Σίλα, Τιμοθέου καὶ Λουκᾶ στὴν Νεάπολη καὶ τὴν ἵδρυση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στοὺς Φιλίππους τὸ 50 μ. Χ.

Τὰ γεγονότα διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἰς τὸ 16ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. «Ἀφοῦ πέρασαν σύντομα τὴν Μυσίαν κατέβηκαν εἰς τὴν Τρωάδα. Ἐκεῖ κατὰ τὸ διάστημα τῆς νυκτὸς ὁ Παῦλος εἶδε ἕνα ὅραμα, κάποιος ἄνδρας Μακεδόνας στεκόταν μπροστά του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας : «Διαβᾶς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἠμίν». Ἀμέσως πήραμε τὴν ἀπόφαση νὰ ταξιδεύσουμε στὴν Μακεδονία γιατί θεωρήσαμε ὅτι ὁ Κύριός μας προσκάλεσε νὰ κηρύξουμε στοὺς Μακεδόνας τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀφοῦ δὲ ἀνοιχτήκαμε μὲ τὸ πλοῖο στὴν θάλασσα, πλεύσαμε κατ' εὐθείαν εἰς τὴν Σαμοθράκη καὶ τὴν ἑπομένη εἰς τὴν Νεάπολη, ἀπὸ ἐκεῖ εἰς Φιλίππους τὴν ὀνομαστὴ πόλη τῆς Μακεδονίας.

Μείναμε δὲ στὴν πόλη αὐτὴ μερικὲς ἡμέρες καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου βγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη σὲ τόπο πλησίον τοῦ ποταμοῦ, ποὺ θεωρεῖτο τόπος προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων καὶ συνομιλούσαμε μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ. Καὶ μία γυναίκα, ὀνόματι Λυδία ἀπὸ τὰ Θυάτειρα, ἔμπορος πορφύρας ἡ ὁποία ἐσέβετο τὸν Θεό, ἄκουε μὲ προσοχὴ τὰ λόγιά μας. Αὐτῆς ὁ Κύριος ἄνοιξε τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ δώσει προσοχὴ σὲ ὅσα ἔλεγε ὁ Παῦλος. Ὅταν δὲ βαπτίστηκε μὲ ὅλη της τὴν οἰκογένειά μας προσκάλεσε καὶ μὲ τὴν πολλὴ καὶ εὐσεβῆ ἐπιμονὴ τής μας ἀνάγκασε νὰ μείνουμε στὸ σπίτι της».

Τὴν Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων ἐπισκέφθηκε ὁ Ἄπ. Παῦλος ἄλλες δυὸ φορές, ἰδιαίτερα τὴν ἀγάπησε καὶ δέθηκε μαζί της. Γιὰ δεύτερη φορᾶ ἐπισκέφθηκε τοὺς Φιλίππους τὰ τέλη Ἰουνίου τοῦ 57 μ. Χ. καὶ γιὰ τρίτη φορᾶ τὴν ἄνοιξη τοῦ 58 μ. Χ. ὅπου γιόρτασε καὶ τὸ Πάσχα μαζί τους.

Οἱ Φίλιπποι ἔγιναν τὸ κέντρο τῆς Ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ.

Τὸ 62 ἢ 63 μ. Χ. ἔστειλε μὲ τὸν Ἐπαφρόδιτο στοὺς χριστιανοὺς τῶν Φιλίππων τὴν πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολή του, στὴν ὁποία ἐκδηλώνει τὰ αἰσθήματα τῆς ἀγάπης του. Τοὺς ὀνομάζει «ἀδελφοὺς ἀγαπητοὺς καὶ ἐπιπόθητους, χαρὰ καὶ στέφανό του». Στὴν Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων στέλνει ἐπίσης Ἐπιστολὴ γύρω στὰ 108-110 μ. Χ. ὁ ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Σμύρνης ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ὁ ὁποῖος τιμᾶ καὶ ἐγκωμιάζει τοὺς χριστιανοὺς γράφοντας ὅτι «ἡ βεβαῖα της πίστεως αὐτῶν ρίζα ἐξ' ἀρχαίων καταγγελομένη χρόνων, μέχρι νῦν διαμένει καὶ καρποφορεῖ εἰς τὸν Κύριον...».

Τὸ 315-25 μ. Χ. οἱ χριστιανοὶ τῶν Φιλίππων χτίζουν τὸν πρῶτο μεγαλοπρεπῆ ναὸ ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως.

Στὴν ἴδια περιοχὴ μὲ τὶς φροντίδες τοῦ Ἐπισκόπου Πορφυρίου, κτίζεται καὶ ἄλλος Ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἄπ. Παύλου μετὰ τὸ 325 μ. Χ. Ἔτσι βλέπουμε ὅτι μετὰ ἀπὸ τὸν Μέγα Κῶν/νὸ ποὺ ἀφέθηκε ἐλεύθερη ἡ Ἐκκλησία, στοὺς Φιλίππους ὑπῆρχε μία ἀνθοῦσα Ἐκκλησία ὀργανωμένη σὰν «Μητρόπολις Φιλίππων» μὲ ἕδρα τὴν πόλη τῶν Φιλίππων, στὴν ὁποία ὑπήγοντο πολλὲς ἐπισκοπές.


 

   

Ἔθος κανονικόν ὴ Ἐκκλησία ἔκπαλαι κέκτηται τῶν ἐπαρχιῶν σύστασιν πρὸς τὰς ἀνάγκας τῶν καιρῶν καὶ τὴν καλήν τοῦ ὅλου συγκροτήματος ὑπόστασιν προσαρμόζειν καὶ οἰκονομεῖν, εἰς εὔρυθμον καὶ λυσιτελῆ τῶν ἐπί μέρους τε καὶ τοῦ ὅλου παράστασιν καί διακυβέρνησιν.

Ἐπειδή τοίνυν κατά τὸν καθ’ ἠμᾶς Ἁγιώτατον πατριαρχικόν Οἰκουμενικόν Θρόνον, μετά τὴν ἄρτι ἐκ τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Θράκης εἰς τὸ Ἑλληνικόν Κράτος καταφυγήν τοῦ ὀρθοδόξου πληθυσμοῦ ἅμα τοῖς ποιμέσιν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐκ τούτου προσελθοῦσαν ἀλλοίωσιν, ἀνάγκη παρέστη πρόνοιαν λαβεῖν περί τῆς εὐρύθμου καί ἀναλόγου πρὸς τὰς νέας ἀνάγκας, γενικάς τε καὶ μερικάς ἐκκλησιαστικῆς συστάσεωτων διαφόρων ἐν τῶ Ἑλληνικῶ Κράτει περιοχῶν τοῦ καθ’ ἡμᾶς πατριαρχικοῦ κλίματος, ὴ Μετριότης ἡμῶν μετά τῶν περί ἡμάς Ἱερωτάτων Μητροπολίτῶν καὶ ὑπερτίμων, τῶν ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἀγαπητῶν ἡμῖν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν, διασκεψάμενοι μετά τῆς ὀφειλομένης προσοχῆς περί τῆς ἀνάγκης ταύτης, ἔγνωμεν σὺν ἄλλοις νέας ἱδρῦσαι Μητροπόλεις ἐκ τμημάτων τῶν ὑπαρχουσῶν ἐπί τῆ βάσει καί τῆς πολιτικῆς διαιρέσεως τῶν μερῶν.

Οὕτω δὴ φρονίσαντες καὶ διασκεψάμενοι συνοδικῶς, ἔγνωμεν συστῆσαι ἐπ’αἰσίοις καὶ τὴν νέαν ἐπαρχίαν καὶ Μητρόπολιν Καβάλας, χωρίσαντες ἀπό τῆς Ἱεράς Μητροπόλεως Ξάνθης τὰς ὑποδιοικήσεις Καβάλας καὶ Νέστου καὶ προσαρτήσαντες αὐτάς εἰς τὴν νέαν ταύτην Μητρόπολιν Καβάλας.

Ἐφ’ ὦ ἀποφαινόμεθα καὶ ὁρίζομεν συνοδικῶς ὅπως ὴ ἐξονομασθεῖσα περιοχή, ἤτοι αἱ ὑποδιοικήσεις Καβάλας καὶ Νέστου, ἀποτελῆ ἐφεξῆς ἰδίαν ἐπαρχίαν καὶ Μητρόπολιν, ἐπωνυμουμένην «Ἱεράν Μητρόπολιν Καβάλας» μεθ’ ἕδρας τῆς πόλεως Καβάλας, ὸ δὲ ἐν αὐτῆ ποιμαίνων ἀρχιερεύς, μνημονεύων τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος, ὡς τέτακται, καὶ τὴν τακτικήν αὐτοῦ ἕδραν ἐν Καβάλα, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος Ἀνατολικῆς Μακεδονίας».

Παραγγέλομεν δὲ πατρικῶς τῶ τε κλήρω καὶ τῶ λαῶ τῆς οὕτω ἐπ’ αἰσίοις συνιστωμένης νέας θεοδσώστου ἐπαρχίας ὡς τέκνοις ἡμῶν ἐν Κυρίω ἀγαπητοῖς ὅπως, ὑποτασσόμενοι ἐκκλησιαστικῶς ἐφεξῆς εἰ τόν κανονικόν ἀρχιερέα καὶ ποιμένα αὐτῶν, κατά τὴν τοῦ Παῦλου ἐντολήν, φιλοτιμῶνται δὲ ἅμα συντρέχειν καὶ συναντιλαμβάνεσθαι εἰς τὴν αἰσίαν τῶν πραγμάτων τῶν ἑαυτῶν ἑπαρχιῶν διευθέτησιν καὶ διεξαγωγήν, ἵνα οὕτως, ἐκτάκτως καὶ ἀσφαλῶς τῶν πάντων ἐν αὐτῆ διεξαγομένων, πολλήν τῆ Μητρί Ἐκκλησία ἡ ἀπ’ αυτῶν παραμυθία καὶ τὸ στήριγμα.

Ταῦτα οὕτω δόξαντα καὶ κριθέντα ἐκυρώθησαν συνοδικῶς. Εἰς δὲ μόνιμον αὐτῶν παραφυλακήν ἐγένετο καὶ ὁ παρών Πατριαρχικός καὶ Συνοδικός Τόμος, καταστρωθείς μὲν καὶ ὑπογραφείς καὶ ἐν τῶ Ἱερῶ Κώδικι τῆς καθ’ ἡμᾶς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐκδοθείς δέ καί ἐν ἴσω καί ἀπαραλλάκτω καί διαβιβασθείς ἵνα κατατεθῆ ἐν τοῖς ἀρχείοις τῆς ἀρτισυστάτου θεοσώστου Μητροπόλεως Καβάλας.

Ἐν ταῖς Πατρειαρχείοις κατά μῆνα Ὀκτώβριον ασκδ’ Ἰνδικτιῶνος Η’.