Μακαριστός Μητροπολήτης Φ.Ν.Θ. Χρυσόστομος

 

Γεννημένος στὰ 1880 στὸ Ἀϊδίνιο τῆς Μ. Ἀσίας ἔκλεισε μέσα του, ὅλους τους πόθους καὶ τὶς ἐλπίδες τοῦ σκλαβωμένου ἑλληνισμοῦ.

Μαθητὴς ἀκόμη τοῦ Γυμνασίου Σάμου διακατέχεται ἀπὸ ζωηρὰ πατριωτικὰ αἰσθήματα. Στὸν πόλεμου τοῦ 1897 ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ σπρωγμένος ὁ Θεμιστοκλῆς Χατζησταῦρος, ξεσηκώνει τοὺς συμμαθητὲς τὸθ καὶ κρυφὰ ἐγκαταλείπουν τὸ γυμνάσιο καὶ ἔρχονται στὴν Ἀθήνα. Παρουσιάζονται στὸ Ὑπουργεῖο Στρατιωτικῶν καὶ ζητοῦν νὰ στρατευθοῦν. Τὸ ἀίτημά τους ὅμως δὲν γίνεται δεκτὸ καὶ τοὺς ἀναγκάζουν νὰ ξαναγυρίσουν στὴν Σάμο. Τὸ 1902 ἀποφοιτὰ ἀριστοῦχος ἀπὸ τὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Χάλκης καὶ χειροτονεῖται διάκονος ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη τὸν μετέπειτα Ἐθνομάρτυρα καὶ ἅγιο Μητροπολίτη Σμύρνης.

Τὸ 1910 ὁ Δράμας Χρυσόστομος μετατίθεται στὴν Μητρόπολη Σμύρνης καὶ τὸν ἀκολουθεῖ ὁ ἀρχιδιάκονος Χρυσόστομος. Ἡ Ἐκκλησία μετὰ ἀπὸ εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτη, τὸ προβιβάζει σὲ ἐπίσκοπο βοηθὸ τοῦ Σμύρνης, μὲ τὸν τίτλο τῆς παλαιᾶς Ἐπισκοπῆς Τράλλεων καὶ τὸ 1913 τὸν ἐκλέγει Μητροπολίτη Φιλαδελφείας. Πρῶτο του μέλημα ἦταν ἡ νεότητα. Ἵδρυσε τὸ Ἐθνικὸ Οἰκοτροφεῖο Φιλαδελφείας. Ἕνα ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα, μὲ ἐσωτερικὴ ζωὴ τῶν παιδιῶν καὶ σχολεῖα ὅλων τῶν βαθμίδων. Ἐκεῖνο τὸ Σάββατο στὶς 27 Αὐγούστου τοῦ 1922 ὁ Χρυσόστομος βρισκόταν στὴ Μητρόπολη Σμύρνης γιὰ τακτικὴ συνεργασία μὲ τὸν Γέροντά του. Ἔτσι παρακολούθησε ἀπὸ κοντὰ τὸ δράμα τοῦ μάρτυρα Ἱεράρχη. Ταλαιπωρημένος, πικραμένος, δυστυχής, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, φθάνει στὴν Ἀθήνα ὅπου μὲ τηλεγραφικὴ ἐντολὴ τοῦ Πατριαρχείου, διορίζεται Ἀποκρισάριος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν περίθαλψη τοῦ προσφυγικοῦ πληθυσμοῦ.

Τὸ 1924 ἡ Κυβέρνηση καὶ τὸ Πατριαρχεῖο τὸν πιέζουν νὰ ἀναλάβει τὴν Μητρόπολη Ρόδου. Εἶναι ἐποχὴ ποὺ τὰ Δωδεκάνησα βρίσκονται κάτω ἀπὸ Ἰταλικὴ κατοχή. Στὴν ἀρχὴ δείχνουν καὶ οἱ Ἰταλοί, ὅτι εὐνοοῦν τὴν ἐκλογή. Ἀργότερα ὅμως, θὰ προβάλλουν ἀπαράδεκτους ὅρους, ταπεινωτικοὺς γιὰ Ἕλληνα Μητροπολίτη. Ἔτσι ὁ Χρυσόστομος ἀρνεῖται τὴν ἐκλογὴ καὶ δὲν κατεβαίνει στὴν Ρόδο.

Τὸ Πατριαρχεῖο τὸν ἐκλέγει προσωρινὰ Μητροπολίτη Βεροίας καὶ Ναούσης καὶ μετὰ ἀπὸ τέσσερες μῆνες τὸν μεταθέτει ὁριστικὰ στὴν νεοσύστατη Μητρόπολη Φιλίππων καὶ Νεαπόλεως.

Ἡ Μητρόπολη αὐτὴ πνευματικὰ ἀπὸ τὸ 1721 ὑπαγόταν στὸν Μητροπολίτη Δράμας, Τὸ 1924 ἱδρύθηκε σὰν «Μητρόπολις Καβάλας καὶ Νέστου» καὶ ἀπὸ τὸ 1930 ὀνομάστηκε «Φιλίππων καὶ Νεαπόλεως».

Ἦταν 21 Δεκεμβρίου του1924 ὅπου ἐνθρονίζεται ὁ νέος Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος ἀμέσως πρωτοστατεῖ στὴν ἐγκατάσταση τῶν ξεριζομένων προσφύγων ποὺ στὴν περιοχὴ ἀνέρχονται σὲ 45.000.

Ἱδρύει στὴν Καβάλα τὴν «Χριστιανικὴ Ἑστία», διόροφο Κτίριο, ποὺ στεγάζει αἴθουσα διαλέξεων, βιβλιοθήκη, τὰ Γραφεῖα τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας. Πολλὰ Τζαμιά, κατάλοιπα τῆς δουλείας, τὰ μετατρέπει σὲ Ἐκκλησίες, ἱδρύει τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σίλα.

Σχολεῖα, γηροκομεῖα, οἰκοτροφεῖα καὶ ἄλλα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα φυτρώνουν σὲ ὅλη τὴν Ἐπαρχία. Ἐκδίδει τὸ περιοδικό της Μητροπόλεως «Ἀπόστολος Πάυλος» καὶ ἔτσι ἀποκτᾶ ἕνα βῆμα ἀπὸ ὅπου μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς χριστιανούς.

Τὸ 1940 ὅταν ὁ Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος ἔφθασε στὴν Ἑλλάδα ὁ Χρυσόστομος βρέθηκε καὶ πάλι στὴν πρώτη γραμμή. Πολύπλευρη καὶ τώρα ἡ δράση του γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν ἀγώνα.

Γιὰ τὴν τότε δράση τοῦ αὐτὴ ὁ τότε Νομάρχης Καβάλας γράφει σὲ ἔκθεσή του πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας: «Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φιλίππων καὶ Νεαπόλεως κ. Χρυσόστομος, πρωτοπόρος εἰς πάσαν κίνησιν φιλανθρωπίας καὶ ἀλληλεγγύης, ἀποτελεῖ εἰς τὴν περιφέρειαν ταύτην τὸν ἄξονα, περὶ τὸν ὁποῖον στρέφεται ἡ ἐκδήλωσις τῆς οἱασδήποτε ἐνεργείας, ἀναζωπυρούσης τὸ Θρυσκευτικὸν καὶ Ἐθνικὸν φρόνημα λαοῦ καὶ στρατοῦ».

Ἦρθαν ὅμως οἱ δύσκολες μέρες τῆς Βουλγαρικῆς κατοχῆς. Οἱ Βούλγαροι γιὰ νὰ ἑδραιώσουν τὴν Κατοχή τους, τὸ πρῶτο ποὺ ἔκαναν, ἦταν νὰ διώξουν τοὺς Ἕλληνες Μητροπολίτες καὶ νὰ ἐξαρτήσουν τὶς περιοχὲς τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας στοὺς Βούλγαρους Μητροπολίτες Νευροκοπίου καὶ Φιλιππουπόλεως.

Χαλασμὸς ἦταν τὸ πέρασμα τῶν Βουλγάρων ἀπὸ τὴν Μητρόπολη. Κατέστρεψαν τὸ ἱστορικὸ ἀρχεῖο, λεηλάτησαν τὸ τυπογραφεῖο, κατέστρεψαν τὴν Χριστιανικὴ Ἑστία, ἔκαψαν τὰ βιβλία τῆς Βιβλιοθήκης, γύρω στοὺς 2.000 τόμους.

Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἀρχίσει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ μάλιστα σὲ μιὰ ἐποχὴ πολὺ ἐπικίνδυνη, τότε ποὺ ὁ ἀδελφὸς πολεμοῦσε τὸν ἀδελφό.

Δὲν πέρασαν λίγα χρόνια καὶ ἡ ζωὴ ξανάρχισε στὴν τραυματισμένη Μητρόπολη. Ἠ χριστιανικὴ Ἑστία ἄρχισε πάλι τὸ ἔργο της, οἱ Ἐκκλησίες ἐπιδιορθώθηκαν.

Στὶς 14 Φεβρουαρίου 1962 ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος γιὰ νὰ προσφέρει τὴν Ἐκκλησιαστικήν του πείρα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σὲ μία δύσκολη περίοδο.

Στὶς 9 Ἰουνίου τοῦ 1968 Κυριακή της Πεντηκοστῆς, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, παρέδωσε τὸ πνεῦμα.

Γνήσιος Ἕλληνας, ἀκέραιος Ὀρθόδοξος, γενναῖος Ἱεράρχης βάδισε τὸν δρόμο τοῦ καθήκοντος καὶ πέρασε στὴν χώρα τῶν Ζώντων.