Ι.Μ.Κοιμήσεως Θεοτόκου
Ιερον Μονυδριον Κοιμησεως Θεοτόκου Τὸ μονύδριο τῆς Παναγίας βρίσκεται στὸ νοτιοδυτικὸ ἂκρο τοῦ Θεολόγου, κοντὰ στὸ ρέμα τῆς Ἁγίας Βασιλικῆς, κατὰ μῆκος τοῦ ὁποίου ἐκτείνεται ὁ οἰκισμός (σχ. 1). Τὰ κτήρια τοῦ μονύδριου εἶναι τὰ παρακάτω: 1. Ἡ ἐκκλησία τῆς Παναγίας (ἐξωτερικῶν διαστάσεων 15,20 x6,00μ.) ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν κυρίως ναὸ (ὲσωτερικῶν διαστάσεων, μαζί μὲ τὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ, 10,00x4,40 μ. καὶ πάχος τοίχου 0,80 μ.) καὶ τὸν πρόναο. Ὁ χῶρος τοῦ πρόναου ὁρίζεται ἀπὸ τὸ γυναικωνίτη καὶ διαχωρίζεται ἀπὸ τὸν κυρίως ναὸ μὲ ἕνα «δόντι» 0,20 μ. Μετὰ τὴν εἴσοδο, ποὺ βρίσκεται στὸ μέσο τῆς δυτικῆς πλευρᾶς, τρία λιθόκτιστα σκαλοπάτια ὁδηγοῦν στὸ στρωμένο μὲ σχιστόπλακες ἑνιαῖο δάπεδο τῆς ἐκκλησίας. Ἀριστερά τῆς εἰσόδου μία σκάλα τριῶν λιθόκτιστων καὶ ἐννέα ξύλινων σκαλοπατιῶν ὁδηγεῖ στὸ γυναικωνίτη• ὁ χῶρος κάτω ἀπὸ τὴν ξύλινη σκάλα κλείνει μὲ κατακόρυφες σανίδες σχηματίζοντας μικρὰ ντουλάπια. Στὴ βόρεια πλευρὰ τῆς ἐκκλησίας τέσσερα μαρμάρινα σκαλοπάτια ὁδηγοῦν στὴν ἐξωτερική εἵσοδο τοῦ γυναικωνίτη, τῆς ὁποίας ἡ πόρτα ἀσφαλίζει μὲ μάνταλο καὶ ἀμπάρα, ὅπως καὶ ἡ πόρτα τῆς κύριας εἰσόδου τοῦ ναοῦ. Στὶς τρεῖς πλευρὲς τῆς ἐκκλησίας μέχρι τὸ τέμπλο εἶναι τοποθετημένα ξύλινα στασίδια πάνω σὲ κτιστὴ βάση ὕψους ἑνὸς σκαλοπατιοῦ ἐπενδυμένη στὴν ἀκμή της μὲ δύο ἐπιμήκεις σανίδες. Μπροστὰ στὸ ἱερό βρίσκονται δύο μανουάλια μὲ κτιστὴ πυραμιδοειδὴ βάση καὶ ξύλινη ἀπόληξη, ἐνῶ σὲ ἀπόσταση 2,50μ. ἀπὸ τὸ τέμπλο, στὸ κέντρο περίπου τοῦ ναοῦ, εἷναι τοποθετημένο ἕνα ὀμφάλιο, κυκλικὴ μαρμάρινη πλάκα, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία βρέθηκε παλιότερα ἕνα πήλινο ἀγγείο• ἡ κατασκευὴ στὸ σύνολό της θυμίζει ἐγκαίνιο ναοῦ (εἰκ. 1-3, σχ. 2,10). Τὸ ξύλινο τέμπλο εἷναι ἁπλῆς μορφῆς καὶ χωρίζεται καθ' ὕψος σὲ τρεῖς σειρές, μὲ μόνο διακοσμητικὸ στοιχεῖο ταινίες μὲ γλυφὲς ποὺ περιβάλλουν τὰ θωράκια στὴν κάτω σειρά, τὰ «Δεσποτικά» στὴ μεσαία καὶ τὴ Μεγάλη Δέηση στὴν ἐπάνω1. Τὰ θωράκια ἀποτελοῦνται ἀπὸ σανίδες, ἐκτὸς ἀπὸ μία περίπτωση, ὅπου εἷναι τοποθετημένη μεγάλη σχιστόπλακα. Τὰ «Δεσποτικά», οἱ μεγάλες δηλαδὴ εἰκόνες τοῦ τέμπλου, ἔχουν ἀφαιρεθεί καὶ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ νεότερες. Ἡ Μεγάλη Δέηση, ὅπως συνηθίζεται στοὺς μικροὺς ναούς, δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ ξεχωριστὲς εἰκόνες, ἀλλά εἶναι ζωγραφισμένη σὲ ἑνιαία φαρδιὰ σανίδα, 0,35 μ., ποὺ καταλαμβάνει ὅλο τὸ πλάτος τοῦ ναοῦ˙ οἱ εἰκόνες χωρίζονται μεταξύ τους μὲ ζωγραφισμένη κιονοστοιχία. Στὴν εἰκόνα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ὑπάρχει ἡ παρακάτω γραπτὴ ἀφιερωματικὴ ἐπιγραφή: Μνἠστη K(ύρι)ε τῶν δούλον/ τοῦ Θ(εο)ῦ Ἰωάνου ἡερέος / τοῦ Ξανθόπουλου. πρεσβι/τέρις Μαρίας. / ἔτου(ς) ,ΖΡΜΑ (7141 =1633). Παρόμοια ἐπιγραφή Σχ. 1. Τὸ μονύδριο τῆς Παναγίας. Τοπογραφικό. ὐπάρχει καὶ στὴ δεσποτικὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ ἀπὸ χρόνια ἔχει μεταφερθεῖ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου2. Τὸ ἔτος τῶν ἐπιγραφῶν εἶναι terminus ante quem γιὰ τὴν ἀρχικὴ φάση τῆς ἐκκλησίας. Τὸ βυζαντινὸ ὄνομα Ξανθόπουλος ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐπιγραφὴ συναντιέται καὶ σήμερα στὸ Θεολόγο. Είκ. 1. Δυτικὴ ὄψη τῆς ἐκκλησίας τῆς Παναγίας, τοῦ ὀστεοφυλάκιου καὶ τοῦ «ἐργαστηρίου». Τὸ τέμπλο ἀπολήγει στὸ μεγάλο ξύλινο σταυρὸ μὲ τὴ ζωγραφισμένη παράσταση τοῦ Ἐσταυρωμένου, ποὺ πατάει στὶς οὐρὲς δύο συμμετρικὰ τοποθετημένων δρακόντων• μέσα ἀπὸ τὰ στόματά τους βγαίνουν κάλυκες λουλουδιῶν, στοὺς ὁποίους στηρίζονται τὰ «λυπητερὰ» (ἤ λυπηρά), εἰκονίδια τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου, ποὺ περιβάλλονται ἀπὸ γλυπτὰ πλαίσια. Ὁ σταυρὸς φέρει περιμετρικὰ κληματίδες μὲ σταφύλια, ἐνῶ τὰ ἄκρα τῶν κεραιῶν του σχηματίζουν πεπλατυσμένους σταυροὺς μὲ παραστάσεις τῶν συμβόλων τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν3 καὶ περιβάλλονται ἀπὸ κρινάνθεμα. Τὸ κομψὸ καὶ ἐνδιαφέρον αὐτὸ ξυλόγλυπτο δὲ φαίνεται νὰ ἀνήκει στὸ ἵδιο τέμπλο μὲ τὴ Μεγάλη Δέηση καὶ τὴ δεσποτικὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας• πάντως, σύμφωνα μὲ τὶς ζωγραφικές παραστάσεις, καθὼς καὶ τυπολογικά, μπορεῖ κι αὐτὸ νὰ τοποθετηθεῖ στὸ 17ο αἰ.4 (εἰκ. 4). Εἴκ. 2. Νότια ὄψη τῆς ἐκκλησίας τῆς Παναγίας. Εἰκ. 3. Ἀνατολικὴ ὄψη τῆς ἐκκλησίας τῆς Παναγίας. Σχ. 2. Κάτοψη ἐκκλησίας, «ἐργαστηρίου» καὶ ὀστεοφυλάκιου. Ὁ ἀνατολικὸς τοῖχος τῆς ἐκκλησίας, μήκους 3,35 μ., παρουσιάζει ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν κάθετο στὸν ἐπιμήκη ἄξονά της, καθὼς καὶ μικρὴ ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν κατακόρυφο προς τά εξω˙ ἀνῆκε σέ παλιότερη ἐκκλησία καὶ αργότερα ἐνσωματώθηκε στὸ νεότερο κτίσμα, ὅπως καὶ ἡ Μεγάλη Δέηση. Σ' ἀυτὸν ἀνοίγονται ἡ κόγχη τοῦ ἰεροῦ, διαμέτρου 2,30 μ. καὶ βάθους 1,38 μ., καὶ ή ἡμικυκλικὴ κόγχη τῆς πρόθεσης. Στὴ βόρεια, ὅπως καὶ στὴ νότια πλευρὰ τοῦ ἰεροῦ, ἀνοίγεται μία ὀρθογωνικὴ κόγχη˙ ἡ δεύτερη κλείνει μὲ σανιδωτὸ φύλλο ζωγραφισμένο μὲ ἐνδιαφέρουσα παράσταση ἀνθοδοχείου, ἀπ' ὅπου ἀσύμμετρα ἁπλώνονται καὶ καλύπτουν ὅλη τὴν ἐπιφάνεια τοῦ φύλλου καὶ τῆς κάσας κλάδοι μὲ ἄνθη καὶ φύλλα. Τὰ παράθυρα, τέσσερα στὸ νότιο τοῖχο καὶ ἕνα στὴν κόγχη τοῦ ἰεροῦ, φαρδαίνουν πρὸς τὰ μέσα• τὰ δύο τοῦ ἰεροῦ καταλήγουν ἐξωτερικὰ σὲ σχισμές. Τὰ ὑπόλοιπα, ποὺ ἀντιστοιχοῦν δύο στὸν κυρίως ναὸ καὶ ἕνα στὸ γυναικωνίτη, ἔχουν γιὰ πλαίσια καλοδουλεμένα μάρμαρα, ἐνῶ μικρὰ κομμάτια ἀπὸ σχιστόπλακες ὁρίζουν ὑπερκείμενα τόξα μὲ τυφλὰ τύμπανα σὲ ἐσοχή. Εἰκ. 4. Τμήμα τῆς Μεγάλης Δέησης καἰ ὁ Σταυρὸς τοῦ τέμπλου τῆς ἐκκλησίας τῆς Παναγίας. Ἡ ἐξωτερικὴ τοιχοποιία εἷναι κατασκευασμένη μὲ σχιστολιθικὲς πέτρες καὶ πλάκες• οἱ ἀκμὲς τῶν πλευρῶν καὶ τὰ πλαίσια τῶν ἀνοιγμάτων σχηματίζονται μὲ λαξευμένους μαρμαρόλιθους. Δύο ρωμαϊκὰ μαρμάρινα ἀρχιτεκτονικὰ μέλη ἐντοιχίστηκαν στὴν τοιχοποιία σὲ β' χρήση: μία σχηματοποιημένη ἀνθεμωτὴ ἀπόληξη μαρμάρινου καλύμματος σαρκοφάγου στὴ νοτιοανατολικὴ γωνία τοῦ ναοῦ καὶ μισὴ βάση ἀγάλματος στὴ μικρὴ σκάλα ποὺ ὁδηγεἶ στὴν εἴσοδό του. Ἀκόμη στὴ βάση τῆς τοιχοποιίας τοῦ ἐγκαταλειμμένου καφενείου, ἀπέναντι στὴν εἴσοδο τοῦ μονύδριου, εἴναι ἐντοιχισμένο ἔνα ἐπιτύμβιο ἀνάγλυφο μὲ παράσταση νεκρόδειπνου. Ἡ περιοχὴ φαίνεται πὼς ἥταν κατοικημένη στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια. Ἐκτὸς ἀπὸ πολλὰ μαρμάρινα κομμάτια ἐντοιχισμένα σὲ τοίχους σπιτιῶν τοῦ Θεολόγου, ἔχουν ἐντοπιστεῖ ἕνας ρωμαϊκὸς τάφος νότια τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, 250 μ. δυτικὰ τοῦ οἰκισμοῦ, καὶ ρωμαϊκὴ κεραμεικὴ στὴ θέση Μανταλούδι, 4 χλμ. δυτικότερα, σὲ μία περιοχή ὅπου συναντήσαμε πολλὲς ἐρειπωμένες μονόχωρες ἐκκλησίες καὶ ταφὲς5. Ἡ καλυμμένη μὲ σχιστόπλακες στέγη τοῦ ναοῦ δὲν εἶναι ἡ ἀρχική. Ὁ ξύλινος σκελετός της ἀποτελεῖται ἀπὸ ψαλίδια ἀνὰ 0,65 μ., μὲ ἐναλλὰξ μονά καὶ διπλὰ τσιμπίδια• τὰ πάνω πατοῦν στὴν τοιχοποιία, ἐνῶ τὰ κάτω στὶς ἄκρες τῆς ὀριζόντιας γρεντιᾶς καὶ στηρίζουν τὸ νταμπάνι ποὺ περιτρέχει στὸ μέσο τοῦ ὕψους της τὴ στέγη. Στὴ δυτικὴ πλευρά της σχηματίζεται ἀετωματικὴ ἀπόληξη ἀνοίγματος 2,50 μ., ἀνῶ ἡ ἀστρέχα σχηματίζεται ἀπὸ προεξέχουσες, ἐνσωματωμένες στὴν τοιχοποιία, σχιστόπλακες καὶ ἕνα κυμάτιο ἁπλῆς μορφῆς ἀπὸ σοβά. Μεγάλο μέρος τοῦ ἀνατολικοῦ μισοῦ τῆς βόρειας καὶ νότιας πλευρᾶς καὶ ἡ ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρου καλύπτονται ἀπὸ τοιχογραφίες. 2. Τὸ «ἐργαστήρι», ἐξωτερικῶν διαστάσεων 4,10X5,00 μ. σὲ ἀπόσταση 2,10 μ. ἀπὸ τὴ βόρεια πλευρὰ τῆς ἐκκλησίας. Ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ κτίσματος ὡς «ἐργαστήρι» ὀφείλεται στὴν πληροφορία γερόντων Θεολογι-τῶν, ὄτι ἐκεῖ θυμοῦνται τον τελευταῖο καλόγερο νὰ ἐπισκευάζει κλειδαριές, καὶ στὴν ἰδιαίτερη πρωτοτυπία τῆς μικροκλίμακας τοῦ εσωτερικοῦ χώρου καὶ τῶν ἀνοιγμάτων του. Ἔχει ἰσόγειο καὶ ὅροφο, καθαροῦ ὔψους 1,25 μ. τὸ καθένα, καὶ ἕναν ὑπόγειο ἀποθηκευτικὸ χώρο ὔψους 0,90 μ. Ἡ εἴσοδος, πλάτους 0,63 μ. καὶ ύψους 1,10 μ., ανοίγεται στο δυτικό τοίχο τοῦ ἰσογείου καὶ ἔχει τοξωτὴ ἀπόληξη μὲ λαξευμένα μάρμαρα σὲ ἐσοχὴ ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ μικρὲς σχιστόπλακες, ὅπως στὰ παράθυρα τῆς ἐκκλησίας• τὸ ἄνοιγμα ἔκλεινε μὲ σανιδωτὴ πόρτα ἡ ὁποία ἀσφάλιζε μὲ ἀμπάρα. Στο ἰσόγειο διατηροῦνται οἰ ὁπές τῶν δοκῶν τοῦ πατώματος καὶ τὸ τζάκι, ποὺ ἡ καμινάδα του ὑψώνεται 1,60 μ. πάνω ἀπὸ τὴν ἀστρέχα τῆς στέγης. Στὸν ὅροφο ἀνέβαιναν μὲ ἐσωτερικὴ ξύλινη σκάλα• ἀπὸ τὸ πάτωμά του σώζονται μόνο μικρὰ τμήματα τῶν δοκῶν. Στὴ δυτικὴ πλευρὰ του ἀνοίγονται δύο παράθυρα μὲ τοξωτὴ ἀπόληξη ποὺ κλείνουν μὲ σανιδωτὰ φύλλα καὶ στὴ βόρεια ἕνα μικρότερο ποὺ φωτίζει τὶς δύο κόγχες τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου. Ἡ στέγη ἀνακατασκευάστηκε ἀπὸ τὸν ἐξαίρετο τεχνίτη τῆς περασμένης γενιᾶς Θανάση Ἀλεφαντή. Ὁ ξύλινος σκελετός της ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερα διαγώνια τσιμπίδια, ποὺ ἀντιστηρίζονται ἀπὸ τέσσερα μικρότερα σὲ κάθε πλευρά• τέσσερα τσιμπίδια ἀκόμη ξεκινούν ἀπὸ τὰ μέσα τῶν πλευρῶν καὶ δύο ἀπὸ αυὰ σχηματίζουν μὲ τὴν ὁριζόντια γρεντιὰ τὸ μοναδικὸ ψαλίδι τῆς στέγης. Ἡ ἀστρέχα σχηματίζεται ἀπὸ τὶς σχιστόπλακες τῆς στέγης, στὴ δυτικὴ πλευρὰ τῆς ὁποίας διαμορφώνεται μία,—ἀντίστοιχη τῆς δυτικῆς πλευρὰς τῆς ἐκκλησίας—, ἀετωματικὴ ἀπόληξη (σχ. 2, 3, 8). 3. Τὸ ὀστεοφυλάκιο, ἀκάλυπτο κτίσμα ἀνάμεσα στὴν ἐκκλησία καὶ τὸ «ἐργαστήρι», εἶναι κτισμένο μὲ ξερολιθιὰ στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ του καὶ προσεγμένη τοιχοποιία μὲ λαξευμένα μάρμαρα, σχιστόλιθους καὶ συνδετικὸ ἀσβεστοκονίαμμα στὴ δυτικὴ. Ἀνάμεσα στὸ ἄνοιγμα τῆς εἰσόδου καὶ τὸ ἄνοιγμα τῆς καμπάνας, μὲ τοξοτὲς ἀπολήξεις καὶ τὰ δύο, βρίσκεται ἐντοιχισμένη σὲ ἐσοχὴ μαρμάρινη πλάκα μὲ ἐγχάρακτη ἐπιγραφή, ποὺ μνημονεύει τὸν κτήτορα καὶ τὴ χρονολογία κτίσεως τῆς λιθοδομῆς «ΚΥΡΙΛΟΣ 1872». Όπὲς στὴ λιθοδομὴ καὶ ἀπομεινάρια δοκῶν δείχνουν ὅτι πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο ὑπῆρχε μᾶλλον κάποιο ξύλινο στέγαστρο. Στὸ ὀστεοφυλάκιο φυλάγονται τὰ ὀστὰ κοιμηθέντων Θεολογιτῶν, τῆς ἐποχῆς ποὺ ἡ Παναγία ἧταν κοιμητηριακὸς ναός, προτοῦ ἱδρυθεῖ τὸ νεκροταφεῖο τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ δυτικὸ ἄκρο τοῦ οικισμού, στὸ β' μισὸ τοῦ 19ου αῖ. 4. Ὁ « Ἅ γ ι ο ς Μ ό δ ε σ τ ο ς » (εἰκ. 5, σχ. 4, 6, 9 ) 6 , δίπατο κτίσμα, ἐξωτερικῶν διαστάσεων 4 , 7 0 x 4 , 3 0 μ., στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ ὁποίου κόλλησε μεταγενέστερα ἕνα ἰσόγειο πρόσκτισμα μήκους 5,70 μ. Ἡ εἴσοδος Εἰκ. 5. Νοτιοδυτικὴ ἄποψη τοῦ «Ἁγίου Μόδεστου». τοῦ ισογείου, ποὺ βρίσκεται στὴ νότια πλευρὰ τοῦ «Ἁγίου Μόδεστου», ἔχει ἄνοιγμα 0,80 μ., ὕψος 1,45 μ. καὶ ἀπολήγει σὲ χαμηλωμένο τόξο ἀπὸ λαξευμένο μάρμαρο σὲ ἐσοχή. Τὸ φραγμένο πρόχειρα μὲ πέτρες ἄνοιγμα Σχ. 6. Νότια ὄψη «Ἁγίου Μόδεστου». Σχ. 7. Τομὴ β-β. τῆς βόρειας πλευρᾶς, σὲ ῦψος 1,00 μ. ἀπὸ τὸ δάπεδο, ἦταν τὸ στόμιο φούρνου γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ μονύδριου• μπροστὰ του ὑπάρχει ἕνας πέτρινος πάγκος ὕψους 0,60 μ. Στὸ ἀντίστοιχο τμῆμα τῆς ἐξωτερικῆς ἐπιφάνειας τῆς τοιχοποιίας διακόπτεται ἡ ξυλοδεσιὰ καὶ διακρίνεται νεότερη τοιχοποιία, ἡ ὁποία κατασκευάστηκε ὅταν κατεδαφίστηκε τὸ ἐκτὸς τοῦ κτίσματος τμῆμα τοῦ φούρνου. Ἡ δυτικὴ πλευρὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ μικρές ἐντοιχισμένες θυρίδες γιὰ τὰ σκεύη καὶ τὰ ψωμιά, ἰδιαίτερα προσεγμένες στὴν κατασκευὴ τους μὲ δοκίδες καὶ σανίδες, ὤστε νὰ μὴ μένει ἀκάλυπτη ἡ τοιχοποιία. Μία ἀκόμη θυρίδα βρίσκεται δεξιὰ τῆς εἰσόδου χαμηλὰ, φραγμένη μὲ πέτρες, ὅπως καὶ ἡ ἡμικυκλική κόχγη στὸ μέσο τῆς δυτικής πλευράς, ἀπὸ τό δάπεδο μέχρι τὸ ταβάνι, ποὺ ἴσως προοριζόταν γιὰ τζάκι καὶ κατὰ τὴν κατασκευὴ ἐγκαταλείφθηκε. Σχ. 8. Τομὴ γ-γ Σχ. 9. Τομὴ δ-δ «ἐργαστηρίου». Ἄγίου Μόδεστου. Στὸν ὄροφο ὁδηγοῦσε ἐξωτερικὴ λιθόκτιστη σκάλα κολλημένη στὸ δυτικὸ τοῖχο• τμήματά της δὲ σώζονται. Ἡ εἵσοδός του ἔχει ἄνοιγμα 0,88 μ., ὕψος 1,45 μ. καὶ ἡμικυκλικὸ μαρμάρινο ὑπέρθυρο μὲ ἀνάγλυφο σταυρό. Τὸ τζάκι σχηματίζεται μὲ μία ἡμικυκλικὴ ἐκβάθυνση τῆς τοιχοποιίας τῆς βόρειας πλευρᾶς καἱ δύο φουρούσια, πάνω στὰ ὁποῖα πατάει ἕνα καμπυλωμένο δοκάρι καὶ πάνω τους ἡ λεπτὴ τοιχοποιία τοῦ μετώποῦ τοῦ τζακιοῦ• ἡ καπνοδόχος ἑνώνεται μὲ τὴν καπνοδόχο τοῦ φούρνου τοῦ ἰσόγειου, ποὺ βρίσκεται δεξιότερα, στὸ ὕψος τῆς ἀστρέχας, σχηματίζοντας κοινὴ καμινάδα. Ἀριστερὰ στὸ τζάκι ἀνοίγεται στὸν τοῖχο μία ὀρθογωνικὴ κόγχη, ποὺ κλείνει μὲ σανιδωτὸ φύλλο καὶ μία μικρὴ θυρίδα στὸ μέσο περίπου τοῦ ανατολικοῦ τοίχου. Στὴν πάνω περασιά τους περιτρέχει τὸ μισὸ δωμάτιο, σὲ ὕψος 1,80 μ. ἀπὸ τὸ πάτωμα, ἕνα ράφι, ἡ «πέλα», ὅπου ἀκουμποῦσαν διάφορα αντικείμενα• στὀ τζάκι ἀντιστοιχεῖ ἕνα μικρότερο ράφι, ἡ «πελούδα». Τὸ μοναδικὸ παράθυρο τοῦ ὀρόφου, μὲ τοξωτὴ ἀπόληξη, ἀνοίγεται πάνω ἀπὸ τὴν εἵσοδο τοῦ ἰσόγειου. Τὰ σανιδωτὰ φύλλα τῶν εἰσόδων ἀσφάλιζαν μὲ μάντα-λα καὶ ἀμπάρες συρόμενες στὸ πάχος τῶν τοίχων. Σχ. 10. Τομὴ α-α τῆς ἐκκλησίας. Ή στέγη εἷναι μάλλον ἡ ἀρχική καὶ σχηματίζεται ἀπὸ τέσσερα τσιμπίδια κάθετα στά μέσα τῶν πλευρῶν τά τσιμπίδια σχηματίζουν ἔνα ζευκτὸ μὲ τὴν κύρια γρεντιά, πάνω στὴν ὁποία πατάει ὁ μπαμπάς, καὶ δύο ἡμίζευκτα μὲ τις δύο μικρότερες γρεντιές τοποθετημένες κάθετα πάνω στήν κύρια• μικρότερα τσιμπίδια, δύο στήν πλευρά τοῦ τζακιού καὶ ἀπὸ τέσσερα στις άλλες, ἀντιστηρίζουν τὸ διαγώνια. Ἡ τοιχοποιία λεπταίνει στὴ νότια πλευρὰ τοῦ ορόφου καὶ είναι καλοδουλεμένη μὲ λαξευμένα μάρμαρα στις ἀκμὲς καὶ στὰ ἀνοίγματα• φέρει, ἀνὰ 1,00 μ. περίπου, ζωνάρια (ξυλοδεσιές) ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ δεμένα μὲ κλάπες (ἐγκάρσια ξύλα). Τὸ ἰσόγειο πρόσκτισμα στήν ἀνατολική πλευρά τοῦ «Ἁγίου Μόδεστου» ήταν χώρος κατοικίας μὲ ξύλινο πάτωμα ὑπερυψωμένο κατά 0,60 μ. γιά μόνωση. Τά ανοίγματα, ὀρθογωνικὰ μὲ τις ξύλινες κάσες ὁρατὲς στὴν ὄψη, βρίσκονται στὴ νότια πλευρὰ πρὸς τὴν ἐκκλησία. Ὁ κύριος χώρος ἔχει τὸ τζάκι στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ του, ἔναν εὐρύχωρο σοφρὰ στὴ βορειοανατολικὴ γωνία δίπλα στὸ τζάκι καὶ ἕνα παράθυρο δίπλα στὴν εἴσοδο, στὴν ὁποία ὁδηγεῖ μία λιθόκτιστη σκάλα τριῶν σκαλοπατιῶν. Μία πόρτα σέ ξυλοκατασκευὴ μὲ μεσάντρες, μισοπεσμένη σήμερα, ὁδηγεῖ σέ ἕνα μικρότερο χώρο, ὄπου ἁνοίγεται ἕνα δεύτερο παράθυρο. Στὸ κτίσμα αὐτό, ποὺ δὲν ἔχει τὴ μικροκλίμακα τῶν ἀνοιγμάτων καὶ τῶν χώρων τοῦ «ἐργαστηρίου» καὶ ἑνμέρει τοῦ «'Αγίου Μόδεστου», ἔμενε γύρω στὸ 1930 ὁ θεραπευτὴς μοναχὸς Γυμνάσιος Λαυριώτης, κατὰ κόσμον Χρῆστος Τζανέτος, ποὺ κατεῖχε τὶς θεραπευτικὲς ἰδιότητες τῶν φυτῶν καὶ τῶν ζώων, μὲ τὸ συνοδό του μοναχὸ Ἐμμανουήλ. Ἡ φήμη του ὡς θεραπευτῆ ἧταν μεγάλη καὶ πλῆθος κόσμου συνέρρεε ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ κατέλυε στὸν περίβολο τοῦ μοναστηριοῦ μέχρι ποὺ οἱ γιατροὶ τοῦ νομοῦ Καβάλας πέτυχαν τὴν ἀπομάκρυνση του7. 5. Ὁ περίβολος, ὁ φούρνος καὶ ὁ ληνός. Ἕνας περίβολος ἀπὸ ξερολιθιὰ, ῦψους 1,00 - 1,50 μ., περιβάλλει τὴν ἔκταση τοῦ μονύδριου• στὴ βορειοδυτικὴ πλευρά του, 8,00 μ. ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ἀνοίγεται ἡ εἴσοδος που διαμορφώθηκε τό 1840, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ χαραγμένη χρονολογία σέ ἕνα ἀγκωνάρι τοῦ λαμπᾶ τῆς εἰσόδου. Τήν ἴδια ἑποχὴ πρέπει νὰ κτίστηκε ὁ ληνός, δίπλα στὴν εἴσοδο, ὁ ὁποῖος ἀργότερα μετασκευάστηκε σὲ στάβλο καὶ ὁ φοῦρνος, μὲ ἑξωτερικὴ εἵσοδο στὸ δρόμο, ποὺ ἐξυπηρετοῦσε ἀνάγκες τοῦ χωριοῦ. Ἡ πρώτη φάση τῆς εκκλησίας τῆς Παναγίας, ποὺ ἧταν μᾶλλον ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ μετόχια τῆς μονῆς Φιλόθεου στή Θάσο, χρονολογεῖται, ὅπως προαναφέρθηκε, πρίν ἀπὸ τό 1633• στή φάση αυτή ανήκει μόνο τό ανατολικότερο τμήμα της. Τό υπόλοιπο τῆς εκκλησίας, τό «εργαστήρι» καὶ ό «Ἄγιος Μόδεστος» πρέπει νά είναι σύγχρονες κατασκευές, γιατί έχουν κοινά κατασκευαστικά καὶ μορφολογικά χαρακτηριστικά. Άπό τά τέλη τοῦ 18ου αἰ. τό νησί αρχίζει νά βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀπομόνωσή του. Τό εμπόριο καὶ οί επαφές μὲ τὴν απέναντι στεριά, καθώς καὶ ὁ ἐρχομός Δυτικομακεδόνων καὶ Ἠπειρωτών μαστόρων ἐπηρεάζουν τις συνθῆκες ζωῆς τοῦ νησιοῦ καὶ τό χαρακτήρα τής αρχιτεκτονικής του. ἀπὸ τὸ 1803 μέχρι τό 1807 κτίζονται συγχρόνως πολλές εκκλησίες, οί Ἄγιοι Ἀπόστολοι καὶ ό Ἄγιος Γεώργιος στὸ Καζαβήτι, ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου στὶς Μαριές, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος στὸ Κάστρο καὶ ὁ Ἅγιος Δημήτριος στὸ Θεολόγο• κατὰ πάσα πιθανότητα αυτό συμπίπτει μὲ τὴν ἀποχώρηση τῶν Τούρκων ἀπὸ τὴ Θάσο8. Οί ἐκκλησίες κατασκευάζονται εὐρύχωρες, τρίκλιτες, μὲ γυναικωνίτη, στὸν ὀποῖο ὁδηγοῦν ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ σκάλα, καὶ θυμίζουν λαϊκὴ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ ἐκκλησίες τὴς ἐποχῆς αυτῆς τῆς ἠπειρωτικῆς Μακεδονίας. Ή μονόχωρη Παναγία πρέπει νὰ κτίστηκε λίγα χρόνια πιὸ μπροστά, γιατὶ τὰ παραπάνω στοιχεία μόλις ἐμφανίζονται καὶ διακρίνεται, κυρίως στὰ ἀνοίγματα, μία ἐπαφὴ μὲ τὴ βυζαντινὴ παράδοση ποὺ ὀφείλεται στὴν ἀπομόνωση τοῦ νησιοῦ γιὰ αἰῶνες καὶ στὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀντίθετα στὴ μορφὴ τῶν ἀνοιγμάτων τών ἐκκλησιών ποὺ προαναφέρθηκαν παρατηρείται μία ἐξελικτικὴ σχηματοποίηση. Γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους νομίζω ὅτι ἡ ἐκκλησία τῆς Παναγίας, τὸ «ἐργαστήρι» καὶ ὁ «Ἅγιος Μόδεστος» μποροῦν νὰ χρονολογηθοῦν στὰ μέσα τοῦ β' μισοῦ τοῦ 19ου αἰ. Τὴν ἄποψη αὐτὴ συνεπικουρεῖ καὶ ἡ προφορικὴ μαρτυρία ἑνὸς γέροντα ἱεροψάλτη τοῦ χωριοῦ, τοῦ Μήτσου Γαλανοῦ, ὅτι θυμάται χαραγμένη σὲ μία πέτρα τῆς ἐκκλησίας τὴ χρονολογία 17809, ποὺ θὰ καλύφθηκε προφανῶς ἀπὸ τὰ συνεχὴ ἀσβεστώματα• τὴν ἵδια ἐποχὴ πρέπει νὰ χρονολογούνται καὶ οἱ τοιχογραφίες τῆς ἐκκλησίας. __________________ 6. Ὑποθέτω πὼς θὰ φυλαγόταν ἐκεῖ κάποια εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μόδεστου, ποὺ θεωρείται προστάτης καὶ θεράπων τῶν ἄρρωστων ζώων. 7. Παρ' ὄτι ταλαιπωρήθηκε ἀφάνταστα, συνελήφθηκε ἐπανειλημμένα, κλείστηκε στὸ Δαφνί, ἔμεινε ψηλά ἡ φήμη του ώς θεραπευτῆ. Λέγεται ὅτι μία μόνο μέρα τοῦ Ἰουλίου 1930 εἴχαν συρρεύσει στο Θεολόγο 2.500 άνθρωποι ζητώντας θεραπεία. Στις εφημερίδες τῆς εποχῆς τὸν ἀποκάλεσαν κατὰ καιροὺς θαυματοποιὸ, μεγάλο φακίρη, νέον Ἰησοῦν, μεγαλομάρτυρα, Παντελεήμονα, ἄγιο, σωτήρα, Ἰπποκράτη, ἀλλά καὶ ἀγύρτη, ἀποκρυφιστή, ἐξορκιστὴ καὶ τρελό. Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὶς θεραπεῖες του βλ. Γ. Κ ο υ κ ά, Ὁ Γυμνάσιος Λαυριώτης, Ἀθήνα 1975. 8. Μ. Ε. Cousinery, Voyage dans la Macedonie, Παρίσι 1831, σ. 104. Ό Cousinery ποὺ ἐπισκέφθηκε τό νησί στις ἀρχές τοῦ 19ου αἰ. δέν εἵδε τούρκικο πληθυσμὸ παρὰ μόνο διοικητικοὺς υπαλλήλους. 9. Κ. Χιόνη, Ὁ ναὸς τῆς Παναγίας Θεολόγου Θάσου, «Τὸ Φῶς», μηνιαία ἔκδοσις τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου, άριθ. 53 (Αῦγουστος-Σεπτέμβριος 1973) 127.
Φωτογκαλερί: Ι.Μ.Κοιμήσεως Θεοτόκου